οικοδέκτωρ

οικοδέκτωρ
οἰκοδέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
πλανήτης στην επικράτεια τού οποίου βρίσκεται άλλος πλανήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέκτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκοδέκτωρ — a planet in whose domicile another planet happens to be masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδέκτορα — οἰκοδέκτωρ a planet in whose domicile another planet happens to be masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδέκτορες — οἰκοδέκτωρ a planet in whose domicile another planet happens to be masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οικοδοχεύς — οἰκοδοχεύς, έως, ὁ (Α) οικοδέκτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δοχεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, παν δοχεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”